Η ΑΕΝΑΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΑΛΚΗΣ ΖΕΗ ΚΑΙ Η ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΗ ΦΥΓΗ ΤΗΣ

Η ΑΕΝΑΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΑΛΚΗΣ ΖΕΗ ΚΑΙ Η ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΗ ΦΥΓΗ ΤΗΣ

Αν ήθελα να συμπυκνώσω σε δυο λέξεις την προσωπική μου “αίσθηση” απ’ την Άλκη όλων αυτών των χρόνων, θα έλεγα πως είναι μια αντιφατική αίσθηση αέναης παρουσίας και αδιάκοπης φυγής. 

 Η Άλκη ήταν παρούσα πάντα σε στιγμές καίριες και κρίσιμες για όλους και για τον καθένα.  Ταυτόχονα, όλο και έφευγε και χανόταν  – στις εξορίες του εμφυλίου, στην Ιταλία όπου έπαιζε κοντά στον Ε.ντε Φίλιππο, στη Ρωσία, όπου κατάφερε να φτάσει για να συναντήσει το Γιώργο κι όπου απόκτησε τα δυο θαυμάσια παιδιά της, την Ειρήνη και τον Πέτρο, στο Παρίσι αμέσως μετά το απριλιανό πραξικόπημα.  Ακόμα και τώρα, “φεύγει και φεύγει” – αλλά ευτυχώς για μεταλήψεις χαράς, για επαρχίες και σχολεία όπου “διαλέγεται” με τα παιδιά ή για τις Βρυξέλλες, όπου παίζει τον “πιο ωραίο ρόλο της”, της γιαγιάς των δυο χαριέστατων παιδιών της πολυφίλητης Ειρήνης.  Ωστόσο τα χρόνια της “φυγής” που μεσολαβούσαν ολοένα, δεν αλλοίωναν ούτε κατά κεραίαν αυτή την “οικειότητα” και τη νεότητα.  (Όταν γύρισε το 1964 απ’ τη Μόσχα, ήταν τόσο απαράλλαχτη και ανάλλαχτη, που της λέγαμε πως την είχαν “διατηρήσει στον πάγο” κι έμεινε πιστή εικόνα και ομοίωση του νεανικού εαυτού της).  Χωρίζαμε μένοντας μαζί και ξανασμίγαμε ξέροντας πως ίσως χωρίσουμε πάλι. Στο μεταξύ, η Άλκη μας είχε κάνει τη μεγάλη έκπληξη – όταν το 1964 κυκλοφόρησε απ’ το “Θεμέλιο” με πρωτοβουλία του αξέχαστου Μίμη Δεσποτίδη, το πρώτο της βιβλίο, Το καπλάνι της βιτρίνας.  Εκεί, και στα βιβλία της που ακολούθησαν, βρήκαμε όχι μόνο μια σημαντική συγγραφέα, αλλά μια καινούρια, αργυρή φωνή.  Δεν ήταν, δεν είναι βιβλία με ήρωες παιδιά, δεν είναι βιβλία γραμμένα από μεγάλους για υπανάπτυκτα “ανθρωπάρια”, δεν είναι βιβλία που μιμούνται (και τόσο ψεύτικα) τα παιδικά ψελλίσματα.  Είναι βιβλία γραμμένα, λες, από παιδιά και εφήβους, με όλη τη γνησιότητα και την αποκοτιά της νεανικής σκέψης, γλώσσας και απλής σοφίας. από παιδιά που εξεγείρονται, επειδή οι “μεγάλοι” έχουν τόσο διαφορετικά μέτρα και όραση από εκείνα κι επειδή – όπως λέει η ίδια στη Μωβ ομπρέλα – “οι μεγάλοι θέλουν σώνει και καλά, τα παιδιά να είναι δυστυχισμένα”. από παιδιά που μπορεί να κάνουν “τρομερά” πράγματα στον μικρόκοσμό τους σαν ενστικτώδεις τερμίτες, αλλά δεν μπορούν να καταλάβουν, δικαιότατα, πώς οι μεγάλοι κάνουν ενσυνείδητα πράγματα τρομερότατα στον δικό τους μεγάκοσμο, συντρίβοντας και των παιδιών το λιλιπούτειο σύμπαν.  Μ’ ένα λόγο, βιβλία γραμμένα όχι “απ’ έξω κι από πάνω”, απ’ τον αγκυλωμένο, συμβατικό κόσμο των μεγάλων για να “διδάξουν” τους μικρούς, αλλά βιβλία γραμμένα “από μέσα κι από κάτω”, απ’ τον άπλαστο αλλά άπεφθο κι αφτιασίδωτο κόσμο των μικρών, που δεν “μαθαίνουν” κατ’ επιταγήν αλλά από τη δική τους βίωση κι ευαισθησία.Αυτή η οπτική της αντιπαράθεσης διαμορφώνει και το ύψος των βιβλίων της Άλκης – απλό, ανεπιτήδευτο, νεανικό, και γι’ αυτό απροσδόκητο συχνά, και πάντα “χαρίεν”, με την απλή, αβίαστη, τρυφερή ειρωνεία για την “αφέλεια” των μικρών και για τις παρωπίδες των μεγάλων.  Μια σπουδαία συνάδελφός της, η Virginia Woolf, λέει κάπου: “Το ύφος είναι πολύ απλή υπόθεση, το παν είναι ο ρυθμός.  Άμα τον βρεις, δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις λάθος λέξεις”.  Αυτόν τον ρυθμό έχει βρει η Άλκη – ρυθμό μουσικό και ουσιαστικό, ρυθμό στους χτύπους της νεανικής καρδιάς – κι αυτός στοιχειοθετεί τη σαγήνη των βιβλίων της.Δε θα ξεχάσω εκείνο το βράδυ στο Παρίσι, όπου η Άλκη έδωσε στη γυναίκα μου κι εμένα το χειρόγραφο απ’ το Μεγάλο περίπατο του Πέτρου και το διαβάσαμε “απνευστί”, ξημερωθήκαμε κυριολεκτικά, γοητευμένοι απ’ την ανάπλαση γεγονότων τραγικών, αλλά ιδωμένων μέσα απ’ τα μάτια ενός παιδιού, καθώς ζει την κατάρρευση ενός κόσμου που δεν είχε προφτάσει να τον ζήσει και βυθίζεται ξαφνικά στη φρίκη του πολέμου και της κατοχής, του θανάτου και της απόγνωσης.  Αυτός ο “περίπατος” από τη γαλήνη στο έρεβος, αναμόχλευε “οικεία κακά”, ξανάνοιγε παλιές πληγές, αλλά ταυτόχρονα είχε τη μαγεία ενός παραμυθιού, όπου δράκοι και μάγισσες και θεριά ήμαστε εμείς οι κοντορεβυθούληδες.Κι ύστερα η άλλη μεγάλη έκπληξη, Η Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα.  Αναβίωνε κι αυτή άλλα “οικεία κακά” – την τραγωδία της Αριστεράς, των αγώνων και των αλληλοσπαραγμών της. το δράμα της προσφυγιάς, των προσδοκιών και των προσγειώσεων. την περιπέτεια των μύθων και των αποκαλύψεων, των οραμάτων και των απογυμνώσεων. τη σύγκρουση του “φαίνεσθαι” και του “είναι”, τη μεταμόρφωση κάθε Γης Χαναάν σε κρανίου τόπον.  Αυτή τη φορά όμως, βιωμένα κι ειπωμένα όχι από ένα παιδί, αλλ’ από τους μεγάλους που τα είχαν πράξει και υποστεί, “από το χρέος μη κινούντες” – ένα χρέος, ωστόσο, που έφταναν τελικά ν’ αναρωτιούνται ποιο ήταν και πώς και αν θα πραγματωνόταν, ενώ πληρωνόταν αδιάκοπα με θυσίες και πόνους αρίφνητους…